πεδιεινός
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
πεδιεινή, πεδιεινόν,
A flat, level, χῶρος Hdt.7.198 (v.l. πεδινός); πεδιναὶ ὑποχωρήσεις Plb.1.34.8; τὰ πεδινά Arist.Pr.880b28, Aen.Tact.1.2, Onos.18, Plu.Nic.26: Comp. πεδιεινότερος Pl.Lg.704d; πεδινώτερος X.An.5.5.2.
II of the plain, found on the plain, opp. ὄρειος, λαγώς Id.Cyn.5.17. (πεδινός, v.l. πεδεινός); [δένδρα] πεδεινά Thphr.HP1.8.1, cf. 3.11.2; πεδινὸν ἄνθος = ἀργεμώνη, Ps.-Dsc.2.177. (πεδιεινός may have become πεδινός (written also πεδεινός) about 150 B.C.; πεδινός is dub., since πεδινώτερος may be f.l. in X.An. l. c.)
German (Pape)
[Seite 541] = πεδιαῖος, Plat. Legg. IV, 704 d, wo Bekker πεδιεινοτέραν statt πεδινωτέραν aus fünf Handschriften hergestellt hat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδιεινός -ή -όν [πεδίον] vlak.
Russian (Dvoretsky)
πεδιεινός: Plat. = πεδινός.
Greek (Liddell-Scott)
πεδιεινός: ἴδε πεδινός·
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(δ. γρφ.) βλ. πεδινός.