ὕφαιμος
English (LSJ)
ὕφαιμον, (αἷμα)
A suffused with blood, blood-shot, Hp.Aph.5.23; of the nails, Orib.Syn.7.18; ὑγρασία Sor.1.19; ῥοῦς Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; especially of the eyes, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕφαιμα Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὕφαιμος τὴν χρόαν Dsc.4.23.
II of complexion or temperament, sanguine, Hp.Epid.3.14; ὕφαιμος ἵππος = hot-blooded, Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕφαιμος Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, càd menaçants, terribles;
2 de complexion sanguine.
Étymologie: ὑπό, αἷμα.
German (Pape)
mit Blut unterlaufen, blutig; Plat. Phaedr. 253e; καὶ θερμόν Arist. physiogn. 2; ὕφαιμον βλέπειν Ael. H.A. 3.21.
Russian (Dvoretsky)
ὕφαιμος:
1 налитый кровью (βραχίονες Dem.; ὀφθαλμοί Sext.): ὕφαιμον βλέπειν Luc. глядеть налившимися кровью глазами;
2 полнокровный Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφαιμος: -ον, (αἷμα) ὁ ἔχων ὑποκάτω ὑποκεχυμένον αἷμα, ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· μάλιστα ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, αἱματώδης, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. ἵππος, κοινῶς «θερμοαίματος», θυμοειδής, Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.
Greek Monotonic
ὕφαιμος: -ον (αἷμα),
I. πλημμυρισμένος με αίμα, κατακόκκινος, ερεθισμένος (λέγεται για μάτι), σε Δημ.
II. λέγεται για ιδιοσυγκρασία, αιματώδης, θερμόαιμος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὕφαιμος, ον, αἷμα
I. suffused with blood, blood-shot, Dem.
II. of temperament, sanguine, Plat.