πάρεργον

Revision as of 09:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πάρεργον, ου, τό, see also πάρεργοςa bywork, by-work, side job, job on the side, subordinate or secondary business, appendage, appendix, Eur.; πάρεργ' ὁδοῦ = a secondary purpose of my journey, Eur.; πάρεργον τύχης = an unhappy addition to my fortune, Eur.; πάρεργα κακῶν = things useless to remedy my ills, Eur.:—ἐν παρέργῳ = as a bywork, as subordinate or secondary, Lat. obiter, ἐν παρέργῳ θέσθαι = to treat as a bywork, Soph.; ὡς ἐν παρέργῳ Eur.; ἐκ παρέργου Thuc.

English (Woodhouse)

secondary event, side issue, something secondary, something subordinate, subordinate event

German (Pape)

[Seite 518] τό, Nebenwerk, alles nicht zur Hauptsache Gehörige, Zugabe, Anhang; τὴν ἀθλίαν ἐμὲ ῥῦσαι, πάρεργον δοῦσα τοῦτο τῆς τύχης, Eur. Hel. 925, vgl. Herc. Fur. 1340, was nicht zum Geschicke gehört; οὐ δεύτερον, οὐδὲ πάρεργον δεῖ τὴν παίδων τροφὴν τὸν νομοθέτην ἐᾶν γίγνεσθαι, Plat. Legg. VI, 766 a, vgl. Euthyd. 275 d, καλὸν ἄν που τὸ ἔργον ὑμῶν εἴη, εἰ τηλικαῦτα πράγματα πάρεργα ὑμῖν τυγχάνει ὄντα; Arist. polit. 7, 2 u. Folgde; πάρεργον ποιεῖσθαί τι, Etwas zur Nebensache machen, es als Nebensache behandeln, πάρεργ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων, Eur. El. 63, d. i. = νόθοι; καλὸν πάρεργον δ' αὐτὸ θήσομαι πόνων, Or. 610; μὴ πάρ. ποιούμενος, μηδὲ μετὰ ῥᾳθυμίας, ἀλλὰ μετὰ λογισμοῦ, Isocr. 5, 29; so auch ἐν παρέργῳ θοῦ με, Soph. Phil. 473; τὸ ναυτικὸν τέχνης ἐστὶ καὶ οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι, Thuc. 1, 142, es läßt sich nicht so nebenbei üben; οὐκ ἐν παρέργῳ τὸν πόλεμον ἐποιεῖτο, 7, 27; ἐκ παρέργου τοῦτο πεποιηκότες, beiläufig, Pol. 4, 51, 2; οὐ διεῤῥιμμένην, οὐδ' ἐν παρέργῳ ποιήσασθαι τὴν μνήμην, 3, 57, 5, vgl. 58, 3; Sp.; auch ἐν παρέργου μέρει, Plat. Rep. II, 374 c. – In der Malerei = Nebenfigur, Beiwerk, Staffage. – Πάρεργον ὁδοῦ, beiläufig, nebenher, z. B. ἥκω σοι εὐδαίμων γενόμενος, Luc. Nigr. 1; vgl. Jacobs zu Philostr. Imagg. p. 606. – Eigentlich neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hors-d'œuvre, objet accessoire, supplément : πάρεργον ποιεῖσθαί τι ISOCR regarder qch comme un accessoire, traiter une chose comme peu importante ; ἐκ παρέργου THC, κατὰ πάρεργον LUC accessoirement, en passant ; ὁδοῦ πάρεργον EUR chemin faisant, pour le dire en passant.
Étymologie: παρά, ἔργον.

Greek Monotonic

πάρεργον: τό, δευτερεύον έργο, μη ανεξάρτητη, δευτερεύουσα δουλειά, συμπλήρωμα ή παράρτημα, πάρεργο, σε Ευρ.· πάρεργ' ὁδοῦ, δευτερεύων σκοπός του ταξιδιού, στον ίδ.· πάρεργον τύχης, θλιβερή προσθήκη στην τύχη μου, στον ίδ.· πάρεργα κακῶν, πράγματα άχρηστα στην ίαση των συμφορών μου, στον ίδ.· ἐν παρέργῳ, ως πάρεργο, ως υποστηρικτικό ή δευτερεύον, Λατ. obiter, ἐν παρέργῳ θέσθαι, μεταχειρίζομαι ως πάρεγο, σε Σοφ.· ὡς ἐν παρέργῳ, σε Ευρ.· ἐκ παρέργου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πάρεργον: τό постороннее дело, нечто второстепенное (побочное), добавление: πάρεργ᾽ ὁδοῦ Eur. в качестве побочной цели путешествия, т. е. мимоходом; π. δοῦναί τι τῆς τύχης Eur. добавить что-л. иное к (злополучной) судьбе, т. е. помочь кому-л. в горе; πάρεργα κακῶν Eur. вещи, не имеющие отношения к несчастьям, т. е. неспособные помочь горю; π. ποιεῖσθαί τι Isocr., ἐν παρέργῳ ποιεῖσθαί τι Soph. или θέσθαί τι Polyb. отодвигать что-л. на второй план или считать побочным что-л.; ἐκ παρέργου (μέρει) Plat. и κατὰ π. Luc. мимоходом, между прочим.