ἀμβλωθρίδιον
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
τό,
I (sc. παιδίον) abortive child, ἀμβλωθρίδια καὶ ἐκτρώματα Ph.1.59, cf. Hsch., Harp.
II Act. (sc. φάρμακον), abortifacient drug, drug to cause abortion, Poll.2.7.—Prop. neut. from ἀμβλωθρίδιος, ον, causing abortion, Aret.CA2.11:—also ἀμβλώθριον, τό, Sch.Ar.Nu. 137 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 118] τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. φάρμακον, Abtreibungsmittel, Medic. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωθρίδιον: τό, Ι. (ἴδε ἐν λ. παιδίον) «τὸ ἀμβλωθὲν βρέφος» (Ἁρποκρ.), ἐξάμβλωμα, ἔμβρυον γεννηθὲν προώρως, γεννηθὲν νεκρόν, ἀμβλ. καὶ ἐκτρώματα Φίλων Ι. 59: πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. ἐνεργ. (ἴδε ἐν λ. φάρμακον) φάρμακον ἐνεργοῦν πρὸς ἀποβολὴν τοῦ ἐμβρύου Πολυδ. Β. 7. - Κυρίως οὐδέτ. τοῦ ἀμβλωθρίδιος, = ὁ προξενῶν ἀποβολήν, ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11: - ὡσαύτως ἀμβλώθριον, τό, ἐν τοῖς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 137.