ἀρότης

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ρότης Medium diacritics: ἀρότης Low diacritics: αρότης Capitals: ΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: arótēs Transliteration B: arotēs Transliteration C: arotis Beta Code: a)ro/ths

English (LSJ)

ἀρότου, ὁ, = ἀροτήρ (plougher, husbandman, begetter, father), Pi. I. 1.48, Hdt. 4.2, Pherecr. 130 ; βόες ἀ. Hp. Art. 8, cf. Ael. VH 5.14 ; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi. N. 6.32 ; ἀ. κύματος seaman, Call. Fr. 436.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρότης: ου ὁ Her. = ἀροτήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436

Greek Monolingual

ἀρότης, ο (Α) αρώ
αυτός που οργώνει.

Greek Monotonic

ἀρότης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ.