καρχήσιος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ὁ, in plural,
A halyards of a ship, Gal.19.109.
2 cords used in surgical operations, Id.18(1).351, 522.
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, ein Tau zum Aufziehen der Segel, Galen. erkl. καρχήσιοι οἱ ἐπὶ τοῦ καρχησίου τεταμένοι κάλοι; danach eine Art Bandagen der Aerzte.
Greek (Liddell-Scott)
καρχήσιος: ὁ, ἐν τῷ πληθ., «καρχήσιον, τῷ ἐπ’ ἄκρῳ τῷ ἱστίῳ τῷ ἔχοντι τροχηλίαν. καὶ καρχήσιοι ἐπ’ αὐτοῦ κάλοι οἱ τεταμένοι» Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. σ. 492. 2) χειρουργικοὶ ἐπίδεσμοι, ὁ αὐτ. τ. 12, σελ. 304, 377.
Greek Monolingual
καρχήσιος, ὁ (Α) καρχήσιον
1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων
2. είδος χειρουργικού επιδέσμου.