κοκκοθραύστης
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
κοκκοθραύστου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perhapsgrosbeak, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c
Greek (Liddell-Scott)
κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].