καλλίπους

From LSJ
Revision as of 09:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπους Medium diacritics: καλλίπους Low diacritics: καλλίπους Capitals: ΚΑΛΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kallípous Transliteration B: kallipous Transliteration C: kallipous Beta Code: kalli/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα.

Greek Monolingual

καλλίπους, -οδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ωραία πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πους (< πούς), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].