δραγατεύω

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραγατεύω Medium diacritics: δραγατεύω Low diacritics: δραγατεύω Capitals: ΔΡΑΓΑΤΕΥΩ
Transliteration A: dragateúō Transliteration B: dragateuō Transliteration C: dragateyo Beta Code: dragateu/w

English (LSJ)

to be a watcher of a field or vineyard (cf. Mod. Gr. δραγάτης), Ἀρχ.Ἐφ. 1913.27 (Thess.).

Spanish (DGE)

vigilar, guardar prados o pastos Gonnoi 93B.16 (III a.C.), en v. pas. ο[ὔ] τε νεμόμ[ενα οὔτε δραγατε] υόμενα τὰ ἐν Λίμνῃ ... οἰκόπεδα Gonnoi 93B.14 (III a.C.).

Greek Monolingual

δραγατεύω)
είμαι δραγάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο του δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β' συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι της τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων δεργάτης και δραγάτης, η δε σύνδεση της λ. με τ. δράσσομαι, δραγμεύω, δραγματεύω είναι μάλλον απίθανη. Υποστηρίχθηκε εν τούτοις ότι πρωταρχικό πρέπει να είναι το θ. του δεργάτης που θεωρήθηκε συντετμημένος τ. του αμπελιδεργάτης, ενώ κατ' άλλη άποψη δραγάτης < (σλαβ.) draga].

Frisk Etymological English

(Thess. IIIa)
Grammatical information: v.
Meaning: prob. watch a land with cereals or a vinyard (Thess. IIIa)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From δραγάτης *`cutter, labourer in the fields', NGr. id. (ἀρχιδραγάτης Ankyra IIp); to δράσσομαι (s. d.) after ἐργατεύομαι: ἐργάτης, Zingerle Glotta 15, 70ff.. Z. adduces: δραξών ἐν Σικελίᾳ ἱερόν ..., εἰς ὅ οἱ γεωργοὶ εὑχὰς ἔπεμπον, ὅθεν καὶ δραξόνες (δρασοντες cod.) ἐκλήθησαν H.; see Latte ad loc. Also Georgacas Orbis 4 (1956) 91ff.

Frisk Etymology German

δραγατεύω: (Thess. IIIa),
{dragateúō}
Meaning: Bed. nicht sicher; wahrscheinlich Garben zusammenlesen (= δραγματεύω), ernten,
Etymology: von δραγάτης *Schnitter, Feldarbeiter, ngr. Feldhüter (ἀρχιδραγάτης Ankyra IIp); zu δράσσομαι (s. d.) nach ἐργατεύομαι: ἐργάτης, Zingerle Glotta 15, 70ff. m. älterer Lit. Z. zieht noch heran: δραξών· ἐν Σικελίᾳ ἱερόν ..., εἰς ὅ οἱ γεωργοὶ εὐχὰς ἔπεμπον, ὅθεν καὶ δραξόνες (δρασοντες cod.) ἐκλήθησαν H.; vgl. auch Latte z. St. Ausführlich über δραγάτης mit neuem Erklärungsversuch Georgacas Orbis 4 (1956) 91ff.
Page 1,413-414