δεσποινικός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
δεσποινική, δεσποινικόν, belonging to the Imperial household, PMasp.88.10(vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
imperial, al servicio de las posesiones imperiales esp. ref. a la emperatriz Teodora δ. διοικητὴς τῆς πόλεως PMasp.88.10, cf. 19.11, 283.1.3 (todos VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 551] kaiserlich, Eust.
Greek Monolingual
δεσποινικός, -ή, -όν (Μ) δέσποινα
1. αυτός που ανήκει στη δέσποινα
II. επιρρ. δεσποινικῶς
με τρόπο που αρμόζει σε δέσποινα.