τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: πῡρᾰμῐδοειδής | Medium diacritics: πυραμιδοειδής | Low diacritics: πυραμιδοειδής | Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: pyramidoeidḗs | Transliteration B: pyramidoeidēs | Transliteration C: pyramidoeidis | Beta Code: puramidoeidh/s |
πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].