πυραμιδοειδής

From LSJ
Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδοειδής Medium diacritics: πυραμιδοειδής Low diacritics: πυραμιδοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramidoeidḗs Transliteration B: pyramidoeidēs Transliteration C: pyramidoeidis Beta Code: puramidoeidh/s

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].