ἀναχαίτισμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἀναχαίτισις (restraint), dub.l. in Plu. 2.611f.
German (Pape)
[Seite 215] τό, das Zurückziehen, Zurückhalten, Plut.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action de retenir (par la crinière).
Étymologie: ἀναχαιτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχαίτισμα: ατος τό удерживание, задержка Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαίτισμα: τό, ἡ ὀπισθοχώρησις, ὁ περιορισμός, ἡ παρακώλυσις, ἀμφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 611F.
Greek Monolingual
το (Α ἀναχαίτισμα)
αναχαίτιση, σταμάτημα.