παρατρύζω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
coo beside or near, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 504] (s. τρύζω), daneben, dabei zwitschern, VLL., die παραφωνέω erkl.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρύζω: «παρατρύζει· παραφωνεῖ. Γογγύζει» Ἡσύχ.· «εἴληπται δὲ ἀπὸ τῶν ὀρνέων ὅτ’ ἂν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά
2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ' ἄν τοῖς οἰκείοις νεοττοῖς γοερὰ ἐπιφωνοῦσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τρύζω «μουρμουρίζω»].