κυνοβλώψ
From LSJ
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, with a dog's look, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παραβλώψ, υποβλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκώψ].
German (Pape)
ῶπος, hündisches Blickes; Hesych. erkl. κύνειον ὁρῶντες.