σίκα
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ὗς (Lacon.), Hsch. σῖκα, v. σίκη.
Greek (Liddell-Scott)
σίκα: «ὗς, Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὗς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σίαλος και σῦς].
(II)
το, Ν
ζωολ. κοινή ξένη ονομασία του δασόβιου ελαφιού της Άπω Ανατολής Cervus nippon, το οποίο θεωρούσαν ιερό στην Ιαπωνία και του οποίου τα κέρατα χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη στην παραδοσιακή ιατρική της Κίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sika < ιαπ. shika].