ἀκροπαγής
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἀκροπαγές, fastened at the extremity, Jo. Gaz. 1.111.
Spanish (DGE)
(ἀκροπᾰγής) -ές
unido por los extremos, ἄξων ... ἀ. ἑκάτερθεν ἀερτάζων φύσιν ἔστη Io.Gaz.1.111
•de las rodillas articulado Nonn.Par.Eu.Io.4.23.
German (Pape)
[Seite 84] ές, oben befestigt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπᾰγής: -ές, ἐστερεωμένος ἢ καρφωμένος κατὰ τὸ ἄκρον, Νόνν. Ἰω. δϳ, 23.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Μ ἀκροπαγής)
ο στερεωμένος ή καρφωμένος στα άκρα
«ἀκροπαγὴς ἐξέδρα» (Ιω. Γαζαίος 1, 111).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -παγὴς < ἐπάγην < πήγνυμι.