συζευκτικός
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
English (LSJ)
συζευκτικόν, conjunctive, ἔγκλισις Dosith. p.406K.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συζευκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συζεύγνυμι
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη σύζευξη ή αυτός που είναι κατάλληλος για σύζευξη, συνδετικός («συζευκτικὴ ἔγκλισις», Δοσίθ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συζευκτικοί λίθοι» — ορισμένοι λίθοι της τοιχοδομής οι οποίοι αφήνονται σε προεξοχή ώστε μελλοντικά να χρησιμεύσουν για τη σύνδεση νέου τοίχου που χτίζεται σε συνέχεια με τον παλαιό
β) «συζευκτικός χόνδρος»
ανατ. χόνδρινο τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ της διάφυσης και της επίφυσης τών οστών και διά του οποίου συντελείται η κατά μήκος αύξηση τών οστών, αλλ. αυξητικός χόνδρος.