συζευκτικός
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
συζευκτικόν, conjunctive, ἔγκλισις Dosith. p.406K.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συζευκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συζεύγνυμι
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη σύζευξη ή αυτός που είναι κατάλληλος για σύζευξη, συνδετικός («συζευκτικὴ ἔγκλισις», Δοσίθ.)
νεοελλ.
φρ. α) «συζευκτικοί λίθοι» — ορισμένοι λίθοι της τοιχοδομής οι οποίοι αφήνονται σε προεξοχή ώστε μελλοντικά να χρησιμεύσουν για τη σύνδεση νέου τοίχου που χτίζεται σε συνέχεια με τον παλαιό
β) «συζευκτικός χόνδρος»
ανατ. χόνδρινο τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ της διάφυσης και της επίφυσης τών οστών και διά του οποίου συντελείται η κατά μήκος αύξηση τών οστών, αλλ. αυξητικός χόνδρος.