ψιλόπλευρον
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
τό, = armus, ofella, ofla, Glossaria.
Greek Monolingual
τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύπλευρον].