στηλοειδής

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοειδής Medium diacritics: στηλοειδής Low diacritics: στηλοειδής Capitals: ΣΤΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēloeidḗs Transliteration B: stēloeidēs Transliteration C: stiloeidis Beta Code: sthloeidh/s

English (LSJ)

στηλοειδές, v.l. for στυλοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

στηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στήλην, ἔχων σχῆμα στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με στήλη
2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση»
(πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η κλίση τών οποίων άλλαξε μετά την έκχυση τους
αρχ.
στυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -ειδής].

German (Pape)

ές, säulenartig, Sp.