ἄνοψος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἄνοψον, (ὄψον) without relish, Plu.2.123b.
Spanish (DGE)
-ον
que no estimula el apetito, poco apetitoso ἁπλοῦν τι καὶ ἄνοψον καὶ ἄκνισσον λαμβάνοντες Plu.2.123b.
German (Pape)
[Seite 242] ohne Zukost, Plut. san. tu. p. 373, neben ἁπλοῦς καὶ ἄκνισσος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui manque de mets, càd qui n'a que du pain.
Étymologie: ἀ, ὄψον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοψος: -ον, (ὄψον) ἄνοψος δίαιτα, ἁπλῆ δίαιτα ἄνευ ὄψου, δηλ. προσφαγίου, ἐν τῷ νοσεῖν ... ἁπλοῦν τι καὶ ἄνοψον καὶ ἄκνισσον λαμβάνοντες Πλούτ. 2. 123Β.