λιθόδμητος

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόδμητος Medium diacritics: λιθόδμητος Low diacritics: λιθόδμητος Capitals: ΛΙΘΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: lithódmētos Transliteration B: lithodmētos Transliteration C: lithodmitos Beta Code: liqo/dmhtos

English (LSJ)

λιθόδμητον, stone-built, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 45] von Steinen gebaut, μονόκλινον, Philodem. 32 (IX, 570).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
construit en pierres.
Étymologie: λίθος, δμητός.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόδμητος: сделанный из камня (μονόκλινον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος διὰ λίθων, Ἀνθ. Π. 9. 570.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιθόδμητος, -ον)
ο κτισμένος με λίθους, λιθόκτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. δορίδμητος, θεόδμητος].

Greek Monotonic

λῐθόδμητος: -ον, ο οικοδομημένος από πέτρες, λιθόκτιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθό-δμητος, ον
stone-built, Anth.