φερέζυγος

From LSJ
Revision as of 09:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέζῠγος Medium diacritics: φερέζυγος Low diacritics: φερέζυγος Capitals: ΦΕΡΕΖΥΓΟΣ
Transliteration A: pherézygos Transliteration B: pherezygos Transliteration C: ferezygos Beta Code: fere/zugos

English (LSJ)

φερέζυγον, bearing the yoke, ἵππος Ibyc.2.

German (Pape)

[Seite 1261] das Joch tragend, ins Joch gespannt, Ibyc. 2 ἵππος.

Greek (Liddell-Scott)

φερέζῠγος: -ον, ὁ φέρων τὸν ζυγόν, ἐζευγμένος, ἵππος φερέζυγος Ἴβυκ. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος
2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεόζυγος, ὑψίζυγος].