φερέζυγος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
English (LSJ)
φερέζυγον, bearing the yoke, ἵππος Ibyc.2.
German (Pape)
[Seite 1261] das Joch tragend, ins Joch gespannt, Ibyc. 2 ἵππος.
Greek (Liddell-Scott)
φερέζῠγος: -ον, ὁ φέρων τὸν ζυγόν, ἐζευγμένος, ἵππος φερέζυγος Ἴβυκ. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος
2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεόζυγος, ὑψίζυγος].