φερέζυγος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
φερέζυγον, bearing the yoke, ἵππος Ibyc.2.
German (Pape)
[Seite 1261] das Joch tragend, ins Joch gespannt, Ibyc. 2 ἵππος.
Greek (Liddell-Scott)
φερέζῠγος: -ον, ὁ φέρων τὸν ζυγόν, ἐζευγμένος, ἵππος φερέζυγος Ἴβυκ. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για άλογο) αυτός που έχει ζυγό, ζευγμένος
2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με επιμήκεις πάγκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ζυγος (< ζυγόν), πρβλ. νεόζυγος, ὑψίζυγος].