λευκοκέφαλος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
λευκοκέφαλον, gloss on λευκόκρας, Id.
German (Pape)
[Seite 34] weißköpfig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λευκὴν κεφαλήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λευκοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκό κεφάλι.