ἀηδοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ἀηδοποιόν, quarrelsome, Glossaria.
Spanish (DGE)
-όν
que suscita riñas glos. a litigiosus, Gloss.2.123.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus