κάλλιστος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, Sup. of καλός; v. καλός B.
German (Pape)
[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de καλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλιστος -η -ον superl. van καλός.
Russian (Dvoretsky)
κάλλιστος: superl. к καλός.
English (Autenrieth)
see κᾶλός.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.
Greek Monotonic
κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.
Middle Liddell
κάλλιστος, η, ον [Sup. of καλός: v. καλός B.]