πληθόχωρος
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
πληθόχωρον, containing much, Id.
German (Pape)
[Seite 632] Viel fassend, Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
πληθόχωρος: -ον, (χωρέω) ὁ χωρῶν πολλά, Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + χῶρος (πρβλ. στενόχωρος)].