κασσιτερουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, tinker, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1333] ὁ, der Zinnarbeiter?
Greek (Liddell-Scott)
κασσῐτερουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν κασσίτερον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κασσιτερουργός)
αυτός που εργάζεται τον κασσίτερο, που κατασκευάζει διάφορα σκεύη και αντικείμενα από κασσίτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. εριουργός, ξυλουργός].