ὀνήμενος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὄνησα, ὀνήσει, v. ὀνίνημι.
French (Bailly abrégé)
v. ὀνίνημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.
English (Autenrieth)
see ὀνίνημι.
Greek Monotonic
ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.