ἐρηρέδαται
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἐρήμ-ατο, v. ἐρείδω.
German (Pape)
[Seite 1027] 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. Pass. de ἐρείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρηρέδᾰται: эп. 3 л. pl. pf. pass. к ἐρείδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρηρέδᾰται: -ατο, ἴδε ἐρείδω.
English (Autenrieth)
see ἐρείδω.
Greek Monolingual
ἐρηρέδαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. ερείδω.
Greek Monotonic
ἐρηρέδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἐρείδω.