καταρέζω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
poet. for καταρρέζω.
German (Pape)
[Seite 1374] s. καταῤῥέζω, u. so ähnl.
Russian (Dvoretsky)
καταρέζω: эп. = καταρρέζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταρέζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταρρέζω.
English (Autenrieth)
part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.
Greek Monolingual
καταρέζω (Α)
ποιητ. τ. του καταρρέζω.
Greek Monotonic
καταρέζω: Επικ. αντί καταρρέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρέζω poët. voor καταρρέζω.