κάρανον
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
τό, v. κάρηνον.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, dor. = κάρηνον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κάρηνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρανον zie κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
κάρᾱνον: τό дор. Aesch. = κάρηνον.
Greek Monolingual
κάρανον, τὸ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κάρηνον.
Greek Monotonic
κάρᾱνον: τό, βλ. κάρηνον.
Greek (Liddell-Scott)
κάρᾱνον: τό, ἴδε κάρηνον.
Middle Liddell
κάρᾱνον, ου, τό, [v. κάρηνον.]