κίστος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
ὁ, v. κίσθος.
German (Pape)
[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.
Greek Monolingual
και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.