κίστος

From LSJ
Revision as of 09:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστος Medium diacritics: κίστος Low diacritics: κίστος Capitals: ΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kístos Transliteration B: kistos Transliteration C: kistos Beta Code: ki/stos

English (LSJ)

ὁ, v. κίσθος.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüthe, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.

Greek Monolingual

και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.