ἐντί
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
German (Pape)
[Seite 856] dor. = εἰσί, sie sind, auch = ἐστί, er ist.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. et 3ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἐντί: дор.
1 (= ἐστί) 1 л. sing. к εἰμί;
2 (= εἰσί) 3 л. pl. praes. к εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντί: Δωρ. ἀντὶ τοῦ εἰσί, γ΄ πληθ. τοῦ εἰμὶ (sum), Πίνδ. κλ.: ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἐστί, ἐντί γε πικρὸς Θεόκρ. 1. 17., 3. 39., 5. 21, κτλ.
Greek Monotonic
ἐντί: Δωρ. αντί ἐστί ή εἰσί, γʹ ενικ. και πληθ. του εἰμί (sum).