ἀνοιδέω

Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Ep. ἀνοιδείω Nic.Th.855: fut. -ήσω: aor.
A ἀνῴδησα E.Hipp.1210, Pl.Ti.84e: pf. ἀνῴδηκα Hp.Acut.10:—swell up, Hp.l.c.; of a wave, E.l.c., cf. Alciphr.1.10; of wind in the body, Pl.l.c.; of figs ripening, Nic.l.c.; τὰ στέρνα ἀνῴδει Aeschin.Ep.1.2; τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός swollen out, inflated, Arist.HA625a2, cf. GA728b28.
2 metaph., θυμὸς ἀνοιδέει Hdt.7.39; ὀργαῖς.. -ούσαις Phld.Ir.p.63 W.; of anger, ἀνοιδήσας ὁ βασιλεύς Philostr.VA7.33 (so in Med., θυμὸν ἀνοιδήσαντο they swelled with rage, Q.S.9.345); ἀνοιδούσης τῆς νόσου Philostr.VA4.4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀνοιδείω Nic.Th.855
1 hincharse de la cebada al cocer, Hp.Acut.10, de una mujer afectada de leucorrea, Hp.Mul.2.119, del aire dentro del cuerpo, Pl.Ti.84e, de los higos al madurar, Nic.l.c., τὰ στέρνα ἀνῴδει Aeschin.Ep.1.2, τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός la superficie externa abultada de un panal, Arist.HA 625a2
subir, crecer de una ola, E.Hipp.1210, de una laguna, Arist.Mir.841a4, del mar, Heraclid.Pont.117.6, Plu.2.897b, Alciphr.1.10.1.
2 fig. inflamarse, hincharse θυμός Hdt.7.39, ὀργαῖς ... ἀνοιδούσαις Phld.Ir.p.63, ἀνοιδήσας δ' ὁ βασιλεύς irritándose el rey Philostr.VA 7.33
tb. en v. med. θυμὸν ἀνοιδήσαντο se hincharon de rabia Q.S.9.345
de una enfermedad agravarse ἀνοιδούσης τῆς νόσου Philostr.VA 4.4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀνῴδησα, pf. ἀνῴδηκα;
s'enfler, se gonfler fig. θυμὸς ἀνοιδέει HDT le cœur se gonfle (de colère).
Étymologie: ἀνά, οἰδέω.

German (Pape)

aufschwellen, aufblähen, θαλάττης ἀνοιδουμένης Alciphr. 1.10. Gew. intr., ἀνοιδῆσαν κῦμα Eur. Hipp. 1210; πνεῦμα, zunehmen, anwachsen, Plat. Tim. 84e; θυμός Her. 7.39; ähnl. θυμὸν ἀνοιδήσαντο Qu.Sm. 9.345.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιδέω: вздуваться, набухать (κῦμ᾽ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἡ θάλασσα ἀνοιδεῖ Plut.): θυμὸς ἀνοιδέει Her. душа закипает (гневом).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιδέω: Ἐπ. -είω (Νικ. Θ. 855): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἀνῴδησα Εὐρ., Πλάτ.: - φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι, Λατ. intumesco, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ἱππόλ. 1210· ἐπὶ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 84Ε· ἐπὶ σύκων ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσι, Νίκ. ἔνθ. ἀνωτ., τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός, ἐξωγκωμένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 22. πρβλ. π.Χ. γεν. 1. 20, 15. 2) μεταφ., θυμὸς ἀνοιδέει Ἡρόδ. 7. 39, πρβλ. Φιλόστρ. 313 (οὕτως ἐν τῷ μέσ., θυμὸν ἀνοιδήσαντο, ἐξωγκώθησαν ἐκ θυμοῦ, ἐνεπλήσθησαν ὀργῆς, Κόϊντ. Σμ. 9. 345)· ἀνοιδούσης τῆς νόσου Φιλόστρ. 142.

Greek Monotonic

ἀνοιδέω: Επικ. —είω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἀνῴδησα·
1. φουσκώνω, λέγεται για κύμα, σε Ευρ.
2. μεταφ. λέγεται για το πάθος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


1. to swell up, of a wave, Eur.
2. metaph. of passion, Hdt.