παρασπείρω
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
sow among, Thphr. CP 3.10.3 (Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. Act.), BGU591.14 (i A. D., Pass.): metaph., in Pass., [ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Pl.Ax.366a; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch.Epicur.Ep.1p.21U., cf. Nat.Herc. 1420 Fr.1; to be interspersed in, ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί Gal.1.345; τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Id.Nat.Fac.2.8; τὸ Ἰουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις J.BJ 7.3.3, cf. Str.17.3.9.
German (Pape)
[Seite 499] (σπείρω), daneben od. dazu säen, Theophr. u. Sp.; übertr., ἅτε παρεσπαρμένη ἡ ψυχὴ τοῖς πόροις, Plat. Ax. 366 a. Auch vom Orte, ἔσθ' ὅτε παρέσπαρται, sie liegen dazwischen, Strab. XVII, 829.
Russian (Dvoretsky)
παρασπείρω: рассеивать: παρεσπαρμένος τινί Plat. рассеянный по чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπείρω: σπείρω πλησίον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 10, 3· διασκορπίζω πλησίον, Πλάτ. Ἀξ. 366Α. - Παθ., ἐπὶ τόπων, κεῖμαι διεσπαρμένος, Στράβ. 829. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, τῷ λοιπῷ παρεσπάρη σώματι, διεσπάρη εἰς τὸ λοιπὸν σῶμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 66.
Greek Monolingual
Α
1. σπέρνω κοντά σε κάτι
2. σπέρνω επί πλέον
3. διασπείρω, διασκορπίζω
4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό
5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῖς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-σπείρω uitzaaien over:. παρεσπαρμένη τοῖς πόροις (de ziel) uitgezaaid als ze is door alle doorgangen (van het lichaam) [Plat.] Ax. 366a.