παράμεσος
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
English (LSJ)
παράμεσον,
A next the middle, δάκτυλος Ruf.Onom.83, Poll.2.145, Gal.2.264.
2 out of the centre of gravity, π. ἠρτῆσθαι prob. in Apollod.Poliorc.158.7.
II παραμέση (sc. χορδή), ἡ, the string next above the μέση (q.v.), the lowest note in the disjunctive tetrachord, Arist.Pr.922b5, Aristox.Harm.p.34 M., etc.:—also παράμεσος, Euc.Sect.Can.19, Nicom.Harm.11.
German (Pape)
[Seite 489] neben der Mitte, so heißt der Finger neben dem kleinen, Hippocr.; Poll. 2, 145.
Greek (Liddell-Scott)
παράμεσος: -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, δάκτυλος Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ μετὰ τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. παρανήτη, παρυπάτη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράμεσος, -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» — το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος
ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο βαρύτητας
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραμέση ή παράμεσος
(ενν. χορδή) η χορδή η οποία βρίσκεται πάνω από τη μέση, ο χαμηλότερος φθόγγος στο διαζευγμένο τετράγωνο
3. φρ. «παράμεσος συστολεύς»
ναυτ. ο προς την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου μέσος συστολέας.
επίρρ...
παραμέσως Α
με την κύρια έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μέσον.