ἐρίτιμος
English (LSJ)
ἐρίτιμον,
A highly-prized, precious, of gold, Il.9.126; of the Aegis, 2.447; τρίποδες h.Ap.443, Ar.Eq.1016; of persons, Man.3.324; Μοῖραι dub. cj. in Epigr.Gr. 248.9; in later Prose, φιλοσοφία Them.Or.2.54d; iron., δουλείη IG 14.1363.
II as substantive, a fish, prob. a kind of sardine, Dorio and Epaenet. ap. Ath.7.328f, Diph.Siph.ib.355f, PLips.92.3 [Arch.Pap.4.482] (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1031] ἡ, ein Fisch, bei Ath. VII, 328 f. sehr geschätzt, köstlich, χρυσός Il. 9, 126, αἰγίς 2, 447; τρίποδες Ar. Equ. 1016; sp. D.; von Personen nie gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un très haut prix, très précieux.
Étymologie: ἐρι-, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίτῑμος: высоко ценящийся, драгоценный (χρυσός, αἰγίς Hom.; τρίποδες HH, Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίτῑμος: -ον, πολύτιμος, ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. εἶδος τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιότιμος, επίτιμος].
Greek Monotonic
ἐρίτῑμος: -ον (τιμή), βαρύτιμος, πολύτιμος, ακριβός, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=μεγάλης ἀξίας, πολύτιμος). Σύνθετο ἀπό τό προθεματ. μόριο ερι + τιμή.