σατυρίασις
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
-εως, Ion. σᾰτῠρίησις, ἡ, (Σάτυρος)
A satyriasis, Aret.SA2.12, Gal.19.426.
II disease in which the bones near the temple become prominent, like Satyrs' horns, Id.7.22; this and ς. 1 are combined in the early stage of elephantiasis, Ruf. ap. Orib.45.28.2, Aret.SD2.13.
2 swelling of the glands about the ear, Hp.Aph.3.26.
German (Pape)
[Seite 864] ἡ, 1) eine widernatürliche, krankhafte Geilheit mit Entzündung der Zeugungstheile; auch vorstehende Geschwulst der Ohrendrüsen, Galen. – 2) eine Krankheit, wo das Gesicht dem eines Satyrs gleicht, der später ἐλεφαντίασις genannte Aussatz, der bes. das Gesicht durch Knoten u. Geschwüre entstellt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτῠρίᾱσις: ἡ, (Σάτυρος) ἐξόγκωσις τῶν γεννητικῶν ὀργάνων καὶ ἀνόρθωσις τοῦ πέους, πριαπισμός, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12, Γαλην. ΙΙ. νόσος καθ’ ἣν τὰ κατὰ τοὺς κροτάφους ὀστᾶ ἐξογκοῦνται ὡς τὰ κέρα τῶν Σατύρων, Γαλην.· πρβλ. ἐλεφαντίασις. 2) οἴδησις τῶν κατὰ τὰ ὦτα ἀδένων, Ἱππ. Ἀφ. 1248 (διάφορ. γραφ. σατυριασμός, οἷον παρὰ τῷ Ρούφῳ Ἐφεσ., ἴδε Littré), Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.