μελάνθιον
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
τό, a herb whose seeds were used as spice, black cummin, Nigella sativa, Hp. Mul.1.74, Steril.230, LXX Is.28.27, Dsc.3.79, POxy.1088.16 (i A. D.), PMag.Par.1.919, Gp.13.4.2, al.: gen. μελανθέου PStrassb.102.8 (iii B. C.); μελανθείου (with v.l. μελανθείης) Nic. Th.43; μελανθύου PCair.Zen.292.325, cf. 20 (iii B. C.): dat. μελανθείῳ PTeb.69.25 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 119] τό, auch μελάνθιος πόα, ein Kraut, dessen Same als Gewürz gebraucht wurde, Schwarzkümmel, Theophr., Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
nielle, plante.
Étymologie: μέλας, ἄνθος.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνθιον: τό, καὶ μελάνθιος πόα, (ἄνθος) βοτάνη τις ἧς τὸ σπέρμα ἐχρησίμευεν ὡς ἄρωμα, nigella Sativa, Ἱππ. 619. 47, 683. 22, Διοσκ. 3. 93.
Spanish
Léxico de magia
τό bot. comino negro ἐπίθυε εἰς τοὺς ἄνθρακας τοὺς ἀμπελίνους σήσαμον καὶ μ. ofrece sobre brasas de sarmientos de vid sésamo y comino negro P IV 919 μαράθου ζʹ καὶ σησάμου, μελανθίου... siete de hinojo y sésamo, de comino negro... P III 454 (fr. lac.)