εὐκατάληπτος
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
εὐκατάληπτον,
A easy to apprehend or easy to recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc.
II Adv. εὐκαταλήπτως ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9.
III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκατάληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος
αρχ.
αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐκαταλήπτως (Α)
φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει»
(για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση της ροής του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-ληπτος (< κατα-λαμβάνω)].