δισχιδής

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισχῐδής Medium diacritics: δισχιδής Low diacritics: δισχιδής Capitals: ΔΙΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: dischidḗs Transliteration B: dischidēs Transliteration C: dischidis Beta Code: disxidh/s

English (LSJ)

δισχιδές, (σχίζω)
A cloven-hoofed, opp. ἀσχιδής, πολυσχιδής, Arist.HA499b9.
2 cloven, ποδότης Id.PA642b29.
3 divided, parted, κόμη Callistr.Stat.7; ὁδός Trag.Adesp.338. Adv. δισχιδῶς Dosith.p.412K.
4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.

Spanish (DGE)

(δισχῐδής) -ές
I 1dividido, hendido, partido ποδότης Arist.PA 642b29, ὁδός Trag.Adesp.338, κόμη Callistr.7
fig. (ψεῦδος) διπλοῦν ... καὶ δ. Them.Or.21.259a.
2 de pezuña hendida, patihendido τὰ τετράποδα Arist.HA 499b9.
3 medic. escindido ἀπόφυσις Gal.2.378, cf. 4.324, de un músculo, Gal.18(2).1021.
II adv. -ῶς de manera dividida Dosith.412.16.

German (Pape)

ές, zwiespältig, von den Tieren mit gespaltenen Klauen, Arist. H.A. 2.1; ὁδός B.A. 35; κόμη, gescheiteltes Haar, Callistr. stat. 7.

Russian (Dvoretsky)

δισχῐδής: с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. ζῷον Arst.): ἡ ποδότης δ. Arst. парнокопытность.

Greek (Liddell-Scott)

δισχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς δύο ἐσχισμένον ἔχων τὸν ἄκρον

Greek Monolingual

-ές (AM δισχιδής, -ές)
ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός
αρχ.
Ι. ο χωρισμένος στα δύο
II. επίρρ. δισχιδόν
με διχασμό, με διχαλωτή μορφή.