περίστατος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστᾰτος Medium diacritics: περίστατος Low diacritics: περίστατος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: perístatos Transliteration B: peristatos Transliteration C: peristatos Beta Code: peri/statos

English (LSJ)

περίστατον,
A surrounded and admired by the crowd, Eup.176, Iamb.VP7.35; π. ὑπὸ πάντων Isoc.6.95, cf. 15.269.
2 περιστατόν· τὸ ἀνάστατον, Hsch.
II Act., standing round and wondering, agape, π. τὴν κώμην ποιεῖ Theopomp. Com.41.

German (Pape)

[Seite 593] umstanden, umgeben, Sp., bes. von Bewunderern, ὑπὸ πάντων, Isocr. 6, 95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
autour de qui l'on se tient, qui attire la foule autour de soi, entouré.
Étymologie: περιΐστημι.

Russian (Dvoretsky)

περίστᾰτος: окруженный, перен. привлекающий к себе внимание (π. ὑπὸ πάντων Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστᾰτος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ πλήθους περικυκλούμενος καὶ θαυμαζόμενος, π. ὑπὸ πάντων Ἰσοκρ. 135Ε· πρβλ. π. Ἀντιδόσ. § 288. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ περιιστάμενος καὶ θαυμάζων, περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Παμφίλῃ» 2.

Greek Monolingual

-ον, ουδ. και -όν, Α περιίστημι
1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι
οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾶσθαι»
Λεξ. Ρητ.)
2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ», Θεόπ. Κωμ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστατόν
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνάστατον».

Greek Monotonic

περίστᾰτος: -ον (περιστῆναι), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

περίστᾰτος, ον, περιστῆναι
surrounded and admired by the crowd, Isocr.