ἡλιάζω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A bake in the sun, (μάζας) Str.16.4.13, cf. Dieuch. ap. Orib.4.8.1:—Pass., bask in the sun, Arist.HA611b14; ferment, -άζεται ἡ β ληνός BGU1551.1,10 (iii B.C.); πολλάκις ὁ οἶνος -αζόμενος τελειοῦται τῇ κράσει καὶ τῇ δυνάμει Anon.Incred.17.
II Pass., = ἐξηλιάζομαι, LXX 2 Ki.21.14.
German (Pape)
[Seite 1160] 1) sonnen, im med. sich sonnen, Arist. H. A. 9, 5. – 2) ein Richter in der ἡλιαία sein, Heliast sein, ἡλιάζεις in dor. Form, Ar. Lys. 380; sonst im med., πεντώβολον (für 5 Obolen) ἡλιάσασθαι Equ. 795; mit einem Wortspiele Vesp. 772 ἢν ἐξέχῃ εἵλη, κατ' ὄρθρον ἡλιάσει πρὸς ἥλιον. Auch im Gesetz bei Dem. 24, 50, ἐάν τις όφείλων τῷ δημοσίῳ ἡλιάζηται, u. Lys. bei Harpocr.
French (Bailly abrégé)
faire cuire au soleil;
Moy. ἡλιάζομαι se chauffer au soleil.
Étymologie: ἥλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιάζω: ψήνω εἰς τὸν ἥλιον, μάζας Στράβ. 773. - Παθ., «’λιάζομαι», θερμαίνομαι ἐν τῷ ἡλίῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 5, 7∙ κρέμαμαι, ὡς τὸ ἐξηλιάζω, καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν Ἐβδ. (Β΄ Σαμ. κα΄, 14).