ἀκάρπωτος

Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀκάρπωτον,
A not made fruitful, uncultivated, Thphr. CP 3.13.3.
2 metaph., χρησμὸς ἀ. unfulfilled oracle, A.Eu.714; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of some victory which yielded her no tribute, S.Aj.176.

Spanish (DGE)

-ον
1 inculto γῆ Thphr.CP 3.13.3.
2 infructuoso νίκας ἀκάρπωτον χάριν S.Ai.176
de un oráculo no cumplido A.Eu.714.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne recueille aucun fruit, stérile ; fig. χρησμὸς ἀκάρπωτος ESCHL oracle qui n'est pas accompli ; ψευσθεῖσα χάριν ἀκάρπωτον νίκας SOPH frustrée de la récompense d'une victoire dont elle n'a pas recueilli le fruit.
Étymologie: , καρπόω.

German (Pape)

ohne Frucht, γῆ Theophr. – Aesch. Eum. 684 χρησμοὶ ἀκ., nicht erfüllte Orakel; Soph. Aj. 176 νίκας ἀκάρπωτον χάριν, wegen eines fruchtlosen Sieges, für den nicht gedankt wird.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπωτος: досл. бесплодный, перен. безрезультатный, напрасный (χρησμός Eur.; νίκας χάρις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπωτος: -ον, = ὁ μὴ γινόμενος καρποφόρος, ὁ μὴ παράγων καρπόν, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 13, 3. 2) μεταφ., χρησμὸς ἀκ., χρησμὸς μὴ ἐκπληρωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 714· νίκας ἀκάρπωτον χάριν, ἕνεκα νίκης τινός, ἥτις οὐδένα καρπὸν ἔφερεν εἰς αὐτήν, Σοφ. Αἴ. 176: - πρβλ. καρπός (Α) ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπωτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μεστώσει
«ακάρπωτα κουκιά»
ΙΙ αρχ.
1. αδούλευτος, ακαλλιέργητοςἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.)
2. ανώφελος, μάταιος
«νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176)
3. ο ανεκπλήρωτος
«χρησμὸς ἀκάρπωτος» (Αισχύλ. Ευμ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καρπῶ «φέρω καρπούς»
νεοελλ.
καρπώνω, «μεστώνω»].

Greek Monotonic

ἀκάρπωτος: -ον (καρπόω), αυτός που δεν γίνεται καρποφόρος, που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος· λέγεται για χρησμό, άκαρπος, ανεκπλήρωτος, σε Αισχύλ.· νίκαςἀκάρπωτον χάριν, λόγω νίκης που δεν απέδωσε κανέναν καρπό, κανένα όφελος, σε Σοφ.

Middle Liddell

καρπόω
not made fruitful, without fruit: of an oracle, fruitless, unfulfilled, Aesch.; νίκας ἀκάρπωτον χάριν because of victory which yielded no fruit, Soph.

English (Woodhouse)

fruitless, vain