εὐσύλληπτος

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύλληπτος Medium diacritics: εὐσύλληπτος Low diacritics: ευσύλληπτος Capitals: ΕΥΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýllēptos Transliteration B: eusyllēptos Transliteration C: efsylliptos Beta Code: eu)su/llhptos

English (LSJ)

εὐσύλληπτον,
A easily taken or caught, Horap.1.54 (Comp.).
II Act., receptive, τοῦ σπέρματος Gp.17.1 (Comp.): abs., conceiving easily, Gal.19.153, S.E.M.5.60, Ptol.Tetr.72; τὸ εὐ., of the earth, Corn. ND28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύλληπτος: -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρικύμων· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1.

Greek Monolingual

εὐσύλληπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός
2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον
η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συλ-ληπτος (< συλ-λαμβάνω), πρβλ. αρτι-σύλ-ληπτος, α-σύλ-ληπτος].

German (Pape)

leicht zu fassen, zu begreifen, Schol. Il. 12.446; – leicht empfangend, τοῦ σπέρματος Geop.