ἀνεπίστρεπτος

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίστρεπτος Medium diacritics: ἀνεπίστρεπτος Low diacritics: ανεπίστρεπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: anepístreptos Transliteration B: anepistreptos Transliteration C: anepistreptos Beta Code: a)nepi/streptos

English (LSJ)

ἀνεπίστρεπτον, prop. without turning round: hence metaph., indifferent, heedless, πάντων Phld.Herc. 1251.17, cf. Artem. 2.37. Adv. ἀνεπιστρέπτως Arr.Epict.2.9.4, PMag.Par.1.45: also ἀνεπιστρεπτεί or ἀνεπιστρεπτί Ph.1.90 (-τί), Plu.2.46e, 418b, PMag.Lond.121.439.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiferente, que no presta atención de pers., c. gen. πάντων Phld.Herc.1251.17.20, τοῦ ζῴου Synes.Insom.M.66.1301B
subst. τὸ ἀνεπίστρεπτον = indiferencia τὸ ἀνεπίστρεπτον τῶν ἐντυγχανόντων Artem.2.37 (p.170).
2 adv. ἀνεπιστρέπτως = sin prestar atención ποιοῦμεν Arr.Epict.2.9.4, ἠθροίζοντο LXX 3Ma.1.20, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 225] sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίστρεπτος: не оборачивающийся назад: ἀ. φεύγει Plut. он бежит без оглядки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίστρεπτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιστρεφόμενος: μεταφ., ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀρτεμίδ.· τινὸς Συνέσ. 145C. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 4· ὡσαύτως -τεὶ ἢ τί, Πλούτ. 2. 46Ε, 418Β.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν επιστρέφει πίσω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα»)
3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα αποστελλόμενα χειρόγραφα είναι ανεπίστρεπτα»)
4. φρ. «δανεικά και ανεπίστρεφτα»
αρχ.
αμελής, αδιάφορος.