ἰσχιαδικός

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῐᾰδικός Medium diacritics: ἰσχιαδικός Low diacritics: ισχιαδικός Capitals: ΙΣΧΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: ischiadikós Transliteration B: ischiadikos Transliteration C: ischiadikos Beta Code: i)sxiadiko/s

English (LSJ)

ἰσχιαδική, ἰσχιαδικόν, (ἰσχίον)
A of the hips, φθίσις Hp.Coac.140.
II of persons, subject to sciatica, Dsc.1.30.6, Gal.13.986.
III good for sciatica, ἐπίπλασμα Dsc.2.174 (as v.l.), cf. Gal.l.c.

German (Pape)

[Seite 1272] an Hüftschmerzen, Lendenweh leidend; auch heilsam dagegen, Diosc. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχιᾰδικός: ἰσχιάς
1 бедренный, седалищный (dolores Plin.);
2 страдающий от боли в седалищном нерве Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχιᾰδικός: ἡ, όν, (ἰσχίον) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, φθίσις Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, ἐπίπλασμα Διοσκ.. 2. 205.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσχιαδικός, -ή, -όν) ισχιάς
αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία
2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία της ισχιαλγίας.