κοιλόσταθμος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόσταθμος Medium diacritics: κοιλόσταθμος Low diacritics: κοιλόσταθμος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: koilóstathmos Transliteration B: koilostathmos Transliteration C: koilostathmos Beta Code: koilo/staqmos

English (LSJ)

κοιλόσταθμον, with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλόσταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλόσταθμον, τό, ib.B 146.

German (Pape)

[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.

French (Bailly abrégé)

ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).

Greek Monolingual

κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].